- σιώπηση
- η / σιώπησις, -ήσεως, ΝΑ [σιωπῶ]νεοελλ.1. σιωπή, σιγή2. επιβολή σιωπής3. αποσιώπησηαρχ.1. η συνήθεια τού να είναι κανείς σιωπηλός, σιωπηλότητα2. μτφ. προκάλυμμα που αποσκοπεί στην απόκρυψη τής πραγματικότητας, πέπλος.
Dictionary of Greek. 2013.